- θερείβοτος
- θερείβοτοςserving for a summer-pasturemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θερείβοτος — θερείβοτος, ον (Μ) (για τόπο) αυτός που κατά το θέρος χρησιμεύει για βοσκή ζώων, που έχει χορτάρι κατά το θέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέρειος + βοτος (< βόσκω), πρβλ. αιγί βοτος, βού βοτος] … Dictionary of Greek
θερείβοτον — θερείβοτος serving for a summer pasture masc/fem acc sg θερείβοτος serving for a summer pasture neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βόσκω — (AM βόσκω) Ι. 1. οδηγώ ζώα στη βοσκή και τα επιτηρώ 2. (για ζώα) τρώω χορτάρι, τρέφομαι 3. (γενικά) τρώω, τρέφομαι 4. διατρέφω, συντηρώ νεοελλ. 1. περιφέρομαι άσκοπα («πού βόσκεις;») 2. αφαιρούμαι, χαζεύω («πού βόσκει ο νους σου;») ΙΙ. βόσκομαι… … Dictionary of Greek